παραβρίσκομαι
Look at other dictionaries:
παραβρίσκομαι — παραβρέθηκα, βρίσκομαι κοντά, είμαι παρών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
είμαι — είσαι, είναι, είμαστε, είστε, είναι, μτχ. όντας, πρτ. ήμουν, ήσουν, ήταν, ήμαστε, ήσαστε, ήταν (οι άλλοι χρόνοι αναπληρώνονται από τα ρ. υπάρχω, γίνομαι)· όταν η προηγούμενη λέξη είναι οξύτονη φωνηεντόληκτη, συχνά οι τύποι του ενεστ. και του πρτ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρευρίσκομαι — βλ. παραβρίσκομαι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τυχαίνω — έτυχα 1. μτβ., συναντώ τυχαία κάποιον, ανταμώνω: Έτυχα εχτές στο δρόμο έναν παλιό συμμαθητή μου. 2. αμτβ., παραβρίσκομαι τυχαία, συμβαίνω τυχαία, λαχαίνω σε κάποιον: Έτυχα κι εγώ στο μάλωμα. – Του έτυχαν πολλά στη ζωή. – Του έτυχε το λαχείο. 3.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)